σομφός

σομφός
-ή, -ό / σομφός, -ή, -όν, ΝΑ
σπογγώδης, πορώδης
νεοελλ.
φρ. «σομφό ξύλο»
βοτ. τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα τού δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη λειτουργία μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο φύλλωμά τους
αρχ.
1. (για ήχο) βαρύς, χοντρός («σομφὸν φθέγγεσθαι» — λεγόταν για πρόσωπα που έχουν πολύποδα στη μύτη, Ιπποκρ.)
2. (για ήχο) ο ενδιάμεσος μεταξύ ευκρινούς και συγκεχυμένου
3. το αρσ. ως ουσ. ο σομφός
η κολοκυνθίς*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίθ. σομφός ανάγεται σε ΙΕ τ. *swomb(h)o-s «πορώδης» και συνδέεται με: αρχ. άνω γερμ. svamp «σπόγγος» (πρβλ. γερμ. Schwamm «σπόγγος»), αγγλοσαξ. svamm «σπόγγος». Πρόβλημα, ωστόσο, γεννά η διατήρηση τού αρκτικού σ- στον ελλ. τ. (βλ. και λ. σέλας). Η άποψη, τέλος, ότι πρόκειται για λ. ευρείας διάδοσης δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σομφός — spongy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφά — σομφός spongy neut nom/voc/acc pl σομφά̱ , σομφός spongy fem nom/voc/acc dual σομφά̱ , σομφός spongy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφότερον — σομφός spongy adverbial comp σομφός spongy masc acc comp sg σομφός spongy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφόν — σομφός spongy masc acc sg σομφός spongy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφαί — σομφός spongy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφοῖς — σομφός spongy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφούς — σομφός spongy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφῆς — σομφός spongy fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφή — σομφός spongy fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφήν — σομφός spongy fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”